ἐοίκασιν

ἐοίκασιν
ἐοίκᾱσιν , ἔοικα
as
perf ind act 3rd pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • въмѣнитисѧ — ВЪМѢН|ИТИСѦ (75), ЮСѦ, ИТЬСѦ гл. 1. Быть посчитанным, признанным, принятым (за кого л., что л.); быть приравненным (к кому л., чему л.): [о слове] достоино же въмѣнис˫а вс˫акого. и толико слѹхъ наслажающѹс˫а. больми лѹче и чьстьнѣи. (λελόγισται)… …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • κυρταίνω — (AM) [κυρτός] μσν. γίνομαι κυρτός, κάμπτομαι, λυγίζω αρχ. 1. είμαι ανυψωμένος και σχηματίζω κύρτωμα 2. καμπυλώνομαι, κυρτώνομαι, καμπουριάζω («ὑπὸ τῆς βίας κυρταίνειν ἐοίκασιν», Σούδ.) …   Dictionary of Greek

  • προεδρεύω — ΝΜΑ [πρόεδρος] είμαι πρόεδρος ασκώ τα καθήκοντα προέδρου, (α. «λόγω απουσίας τού προέδρου στη συνέλευση θα προεδρεύσει ο αντιπρόεδρος» β. «οἱ προεδρεύοντες τῆς βουλῆς», Δημοσθ.) νεοελλ. 1. κατέχω την πρωτοκαθεδρία 2. μέσ. προεδρεύομαι έχω ως… …   Dictionary of Greek

  • φάλαγγα — Τυπικός στρατιωτικός σχηματισμός στην αρχαία Ελλάδα, που τον αποτελούσαν πολεμιστές που παρατάσονταν κατά μέτωπο σε διάφορες σειρές και ήταν οπλισμένοι με ακόντια και ασπίδες. Με την πυκνή τάξη της, η μονάδα αυτή, εκτός του ότι αποτελούσε… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”